Οι ήρωες της πανδημίας εξακολουθούν να εργάζονται σε ηρωικές συνθήκες χωρίς ρεπό, με συμπτώματα υπερκόπωσης – Τι έδειξε η αυτοψία της στις βάρδιες μεγάλων νοσοκομείων της Αθήνας – «Χρειαζόμαστε ενίσχυση», λένε νοσηλευτές και γιατροί.
Οι προσπάθειές τους υμνήθηκαν κατά την καραντίνα. Εκείνοι κράτησαν το σύστημα δημόσιας υγείας όρθιο. Σήμερα, ο εξοπλισμός έχει βελτιωθεί. Το προσωπικό όμως εξακολουθεί να υπολείπεται των αναγκών.
Μια νύχτα στο Λαϊκό
Ο βομβητής, τον οποίο δεν αποχωρίζεται ούτε λεπτό, χτυπάει αδιάκοπα. Λες και συμβουλεύεται έναν νοητό χάρτη, ξέρει ανά πάσα στιγμή τι μπορεί να συμβαίνει σε κάθε γωνιά του νοσοκομείου, πού βρίσκονται οι τραυματιοφορείς, πόσα κρεβάτια είναι διαθέσιμα, πόσοι είναι οι βαρέως πάσχοντες, τι ανάγκες έχουν σε υλικά ή προσωπικό. Οι ασθενείς συρρέουν κατά κύματα. Είναι δέκα το βράδυ, 21 Μαρτίου, και στη γενική εφημερία του Λαϊκού Νοσοκομείου ο νοσηλευτής Δημήτριος Μπαρουξής, συντονιστής προϊστάμενος εφημερίας του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), καλείται μαζί με τους συναδέλφους του να λύσει ακόμη μια δύσκολη εξίσωση. Το παθολογικό ιατρείο είναι γεμάτο, υπάρχουν ήδη 11 ασθενείς έτοιμοι για εισαγωγή και 13 κενά κρεβάτια στην κλινική που εφημερεύει εκείνη την ώρα. Είναι πολύ πιθανό να μη φτάσουν. Μέχρι τις δύο το πρωί αναμένεται ότι θα προκύψουν τουλάχιστον ισάριθμα νέα περιστατικά. Χρειάζεται μαεστρία και υπομονή η διαχείριση αυτής της κατάστασης, αλλά στη μεταπανδημική πραγματικότητα η εργασιακή εξουθένωση δεν κρύβεται. Ηλπιζαν ότι στη μετά COVID εποχή δεν θα συνεχίζονταν οι πολεμικές συνθήκες.
«Την εποχή που είχαμε τα πανδημικά κύματα ήμασταν όλοι σε πόλεμο, σε εγρήγορση», λέει στην «Κ» ο κ. Μπαρουξής, μιλώντας με διαδοχικές παύσεις από τις κλήσεις που πρέπει να απαντήσει στον βομβητή. «Τώρα όμως δεν είμαστε σε μια ειδική κατάσταση και συνεχίζεται αυτό, γιατί οι ευθύνες πέφτουν στους λίγους ή δεν επιμερίζονται. Αυτό θα έπρεπε να είχε αλλάξει στο σύστημα μετά την πανδημία, αλλά δεν βοηθούν οι συνθήκες και το τεράστιο πρόβλημα της έλλειψης νοσηλευτών».
Ο κ. Μπαρουξής αναφέρει ότι μέσα στο 2022 έως και σήμερα παραιτήθηκαν ή συνταξιοδοτήθηκαν δεκάδες νοσηλευτές και βοηθοί νοσηλευτών από το Λαϊκό. Αλλοι προτίμησαν τον ιδιωτικό τομέα ή έγιναν σχολικοί νοσηλευτές με μειωμένο ωράριο και χαμηλότερες απολαβές, άλλοι έφυγαν στο εξωτερικό ή ακολούθησαν τελείως διαφορετικό δρόμο επαγγελματικά. «Γίνονταν παραιτήσεις, έρχονταν νέα άτομα και έφευγαν εκ νέου γιατί έβρισκαν δύσκολες συνθήκες. Δεν ήταν φυγοπονία», επισημαίνει. Οπως εξηγεί, το Λαϊκό ως νοσοκομείο κορμού δεν δεχόταν μόνο ασθενείς COVID-19 αλλά και τα υπόλοιπα, γενικά περιστατικά. Αυτό έκανε πιο έντονη την κόπωση γιατρών και νοσηλευτών.
Περιγράφει τα συμπτώματα εκδήλωσης του burnout σε συναδέλφους του: εύκολη κούραση, κακώσεις του μυοσκελετικού και έξαρση της ψυχοσωματικής κόπωσης. «Στο Λαϊκό έγινε μεγάλος αγώνας από τη νοσηλευτική υπηρεσία και τη διοίκηση για να βελτιώσουν τον φόρτο εργασίας των νοσηλευτών, όταν όμως υπάρχουν αυτές οι απώλειες δεν μπορεί να είναι καθ’ oλοκληρίαν εφικτό», λέει.
Τη βραδιά της γενικής εφημερίας έχουν βάρδια δύο νοσηλευτές στο παθολογικό ιατρείο στο ΤΕΠ και από ένας στο Καρδιολογικό, στο Ορθοπεδικό και στο Χειρουργικό. «Εχουν γίνει πολυεργαλεία οι συνάδελφοι», αναφέρει ο συντονιστής. Υπό κανονικές συνθήκες λέει ότι θα έπρεπε να είχαν τέσσερις νοσηλευτές στο Παθολογικό, τρεις στο Χειρουργικό και από έναν επιπλέον στα υπόλοιπα ιατρεία. Προσθέτει ότι η διαλογή των ασθενών γίνεται από ειδικευόμενους γενικούς γιατρούς δίχως την παρουσία ειδικευμένου νοσηλευτή σε εκείνο το πόστο, λόγω έλλειψης προσωπικού. «Ενας έμπειρος και ειδικευμένος νοσηλευτής επειγόντων έχει την ικανότητα να δράσει πιο γρήγορα, να αναγνωρίσει γρήγορα τα κλινικά σημεία επιδείνωσης του ασθενούς και να αποτελέσει τον σύνδεσμο ώστε ο ασθενής να οδηγηθεί από τους ιατρούς στοχευμένα στο αντίστοιχο ιατρείο δίχως καθυστερήσεις, όμως αυτό χρειάζεται προσωπικό και εκπαίδευση», εξηγεί.
Τα περισσότερα περιστατικά που δέχεται σε αυτή την εφημερία το Λαϊκό είναι παθολογικά, κατά βάση ηλικίας άνω των 75 ετών. Πρόκειται κυρίως για ποικίλες λοιμώξεις από διάφορα αίτια, καρκινοπαθείς που παρουσίασαν επιπλοκές, αναφυλακτικά επεισόδια, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Είναι μεγάλος και ο όγκος των εμφραγμάτων, των περιστατικών με οξεία κοιλία, ενώ έχουν δεχθεί και αρκετά κατάγματα, κυρίως από πτώσεις.
Η Μαρία Μυλωνά, παθολόγος και επιμελήτρια Α΄ στο Λαϊκό, δεν προφταίνει να πάρει ανάσα στο παθολογικό ιατρείο. Τα περιστατικά, ακόμη και αργά μέσα στη νύχτα, διαδέχονται το ένα το άλλο. Οι συνθήκες, όπως μας λέει σε επικοινωνία μετά την εφημερία, δεν ήταν υπερβολικά πιεστικές, δεν ήταν όμως και άνετες. Και με την ίδια η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την εργασιακή εξουθένωση. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας νόσησε με COVID-19 τέσσερις φορές. Δεν ήθελε κάποιος να διανοηθεί για εκείνη ότι δεν θα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή, παρέμεινε στις επάλξεις και ήταν αδύνατο να μην εκτεθεί εργαζόμενη εκείνη την περίοδο σε έναν μικρό χώρο.
Περιγράφει πως αντιμετώπισε επιπλοκές με μυοκαρδίτιδα από τη μακρά COVID-19, αλλά συνέχισε στην εργασία της. Για να μετριάσουν τη δυσκολία της πανδημίας είχαν δημιουργήσει στο Λαϊκό μικρές ομάδες εκτόνωσης για συναδέλφους τους, μέσω συζητήσεων ή άλλων δραστηριοτήτων. Δεν είχαν βιώσει άλλοτε αυτή τη ραγδαία κλιμάκωση στην κλινική εικόνα ασθενών, να είναι περιπατητικοί, να χαμογελούν και στην επόμενη ανάσα να πνίγονται και να απαιτείται διασωλήνωση, οπότε έπρεπε με κάποιο τρόπο να αποφορτιστούν.
Ωστόσο, μετά την πανδημία έμεινε και η απογοήτευση. «Ενα παράπονο για μη αναγνώριση της δουλειάς των παθολόγων, της πολυπλοκότητας και μοναδικότητας της ειδικότητας που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Οι ειδικευόμενοι δεν είναι διατεθειμένοι να μείνουν στην Ελλάδα με τους μισθούς που ισχύουν και φεύγουν στο εξωτερικό», λέει η κ. Μυλωνά, η οποία είναι και μέλος στο διοικητικό συμβούλιο της Εταιρείας Εσωτερικής Παθολογίας.
Τέσσερα χρόνια χωρίς ρεπό
Κάθε νοσοκομείο, ανάλογα με τη χωροταξία του και το ανθρώπινο δυναμικό του, αντιμετωπίζει διαχρονικά ή σε κάποιες περιπτώσεις διογκωμένα μετά την πανδημία προβλήματα. Ενδεικτικά, γιατρός στο Σισμανόγλειο, που μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας, περιγράφει πόσο δύσκολες έχουν γίνει οι συνθήκες. Λέει ότι έχει τέσσερα χρόνια να λάβει ρεπό έπειτα από εφημερία, παρότι το δικαιούται, γιατί θα επιβαρυνθεί άλλος συνάδελφός του. Αναφέρει ότι μπορεί σε γενική εφημερία να παραμείνουν βαρέως πάσχοντες στον χώρο των Επειγόντων, που είναι μέρος βραχείας νοσηλείας, γιατί δεν υπάρχει διαθέσιμο κρεβάτι στην κλινική όπου θα έπρεπε να βρίσκονται. Επισημαίνει ότι λόγω έλλειψης ειδικευόμενων σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί η συνδρομή ειδικευόμενου άλλης κλινικής.
Πίσω στο Λαϊκό, η νοσηλεύτρια που θα αντικαταστήσει τον κ. Μπαρουξή στον συντονισμό των επειγόντων λέει ότι πήρε μόλις πέντε από τις 25 ημέρες άδειας για το 2022. Στη βάρδια της εργάζονται κατά την εφημερία πέντε τραυματιοφορείς. Λόγω της διασποράς τους σε άλλα περιστατικά θα χρειαστεί και εκείνη να μεταφέρει στον πρώτο όροφο μια ασθενή σε αναπηρικό καροτσάκι.
Ο κ. Μπαρουξής έχει χρονομετρήσει τα δρομολόγια των τραυματιοφορέων, ξέρει ότι εκ των πραγμάτων χρειάζονται 30-35 λεπτά για να μεταφερθεί κάποιος ασθενής από τη μία εξέταση στην άλλη μέχρι τη μεταφορά στην κλινική εισαγωγής. Αλλοι ασθενείς στην αναμονή ή οι συγγενείς τους δυσανασχετούν, ρωτούν κάθε τόσο πότε θα έρθει το φορείο για τις δικές τους περιπτώσεις. Δεν υπάρχουν όσο βρισκόμαστε εκεί εντάσεις από όσους περιμένουν, άλλες φορές δεν αποκλείεται όμως να προκύψουν. Ο κ. Μπαρουξής θυμίζει το αίτημα των υγειονομικών: να ενταχθούν στα βαρέα και ανθυγιεινά. Εγινε πιο εμφατικό κατά την πανδημία, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε. «Μπορώ να συνεχίσω αυτό που κάνω τώρα στα 65 ή στα 67 μου;» λέει. «Δεν γίνεται, η διαύγειά μου δεν θα μου το επιτρέπει».
Μια νύχτα στο Ιπποκράτειο
Ενα βράδυ Μαρτίου, ο χώρος των Επειγόντων στο εφημερεύον Ιπποκράτειο της Αθήνας είναι γεμάτος. Σχεδόν όλες οι μεταλλικές καρέκλες που αποτελούν τις θέσεις αναμονής είναι πιασμένες από ασθενείς που περιμένουν τη σειρά τους και συνοδούς που περιμένουν τους ανθρώπους τους. Στη φωτισμένη οθόνη που βρίσκεται στον χώρο αναγράφονται οι κλινικές που εφημερεύουν και δίπλα τους τα νούμερα στα οποία αντιστοιχεί η σειρά του ασθενούς που εξετάζεται. Κάθε φορά που ένα νούμερο αλλάζει, το διαπεραστικό, ηλεκτρονικό μπιπ του μηχανήματος καλύπτει όλους τους άλλους θορύβους της αίθουσας – τα αγκομαχητά των ασθενών, την ανησυχία των συνοδών, την αφόρητη ησυχία της αναμονής. Αυτή η ανήσυχη ησυχία κάποιες στιγμές διαταράσσεται από φωνές – άνθρωπος της ασφάλειας, ένα ανθρώπινο διαχωριστικό μεταξύ του χώρου αναμονής και των ιατρείων, θυμίζοντας ντελάλη, κάθε τόσο φωνάζει τα ονόματα ασθενών που δεν έχουν αντιληφθεί ότι ήρθε η σειρά τους ή που δεν βρίσκονται στην αίθουσα.
Εκείνο το βράδυ, στο παθολογικό ιατρείο, τα νούμερα κινούνται αργά. Το ίδιο και στο Χειρουργικό. Κάποιους ασθενείς τούς φέρνουν οι διασώστες του ΕΚΑΒ. Ενας εξ αυτών είναι και ο κύριος Γ., ηλικιωμένος που ήρθε στο νοσοκομείο γιατί φοβήθηκε πως πάθαινε έμφραγμα. «Πόναγες εκείνη την ώρα;» τον ρωτάει ο διασώστης, «πόναγες και ήρθες;». Ασθενείς πηγαίνουν στο ταμείο να δώσουν τον ΑΜΚΑ τους, κατά καιρούς εμφανίζονται στην αίθουσα φουριόζοι γιατροί και νοσηλευτές, πριν χαθούν πάλι στον χώρο των κλινικών. Μια κοπέλα παραπονιέται πως βρίσκεται στην αναμονή τέσσερις ώρες. Ο κ. Γ. στέκεται πιο τυχερός. Με κάθε μπιπ που βγαίνει από την οθόνη, αναθαρρεί. Ενα ακόμη νούμερο πιο κοντά στην εξέταση. «Ακόμη οκτώ!» λέει με ελπίδα στη συνοδό του, περίπου 50 λεπτά μετά την έλευσή του στα Επείγοντα, «έχουμε ακόμη οκτώ», επαναλαμβάνει. Μισή ώρα αργότερα, έχει έρθει η σειρά του.
1.500 άτομα σε ένα 24ωρο
Μετά την υποχώρηση της πανδημίας, τα πράγματα έχουν αλλάξει στα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας σε σχέση με δύο χρόνια πριν, σύμφωνα με εργαζομένους του ΕΣΥ. «Σε μία 24ωρη εφημερία έχουμε μέσο όρο γύρω στα 1.500 άτομα, στην πανδημία είχαμε γύρω στα 800», λέει στην «Κ» ο Γιώργος Ιντας, τομεάρχης της νοσηλευτικής υπηρεσίας στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, όπου εργάζεται από το 2007 και όπου λέει πως έχουν «από τις μεγαλύτερες εφημερίες της Ελλάδας».
Ο διευθυντής της νοσηλευτικής υπηρεσίας στον Ευαγγελισμό, Δημήτρης Πιστόλας, δηλώνει στην «Κ» πως σε κάθε γενική εφημερία, που διαρκεί από τις 2.30 το μεσημέρι μέχρι τις 8 το πρωί της επόμενης μέρας, έχουν γύρω στις 800 προσελεύσεις – «σε 24ωρη εφημερία ξεπερνούν τα 1.000 άτομα», λέει. «Κατά την περίοδο της πανδημίας είχαμε μικρότερη προσέλευση ασθενών, οι περισσότεροι φοβόνταν και δεν έρχονταν στο νοσοκομείο, με όποια συνέπεια είχε αυτό για την κατάσταση της υγείας τους», αναφέρει ο κ. Πιστόλας, ο οποίος εργάζεται στον Ευαγγελισμό τα τελευταία 31 χρόνια, τονίζοντας πως στο πρώτο κύμα της πανδημίας, σε εφημερία του Ευαγγελισμού προσέρχονταν 300 με 350 άτομα. Κάποια από τα περιστατικά που έρχονται τώρα στις εφημερίες θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σε κέντρο υγείας ή με ραντεβού, δεν επείγουν όλα, σημειώνει. «Αυτό δημιουργεί επιπλέον προβλήματα, αλλά εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε λύση», τονίζει.
«Εχει πάρα πολλή κίνηση», λέει στην «Κ» νοσηλεύτρια η οποία εργάζεται εδώ και δεκαετίες στο Πανεπιστημιακό Γ. Ν. Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ, «ο κόσμος τώρα δεν φοβάται να έρθει στα νοσοκομεία, αφού ο κορωνοϊός έχει ατονήσει, και οι εφημερίες είναι ασφυκτικά γεμάτες».
Νέος εξοπλισμός αλλά χωρίς «χέρια»
Στα θετικά της πανδημίας όσον αφορά τον αντίκτυπό της στο ΕΣΥ, και οι τρεις αναφέρουν την αναβάθμιση των νοσοκομείων στα οποία εργάζονται. Για τον Ευαγγελισμό, ο κ. Πιστόλας τονίζει πως πήραν έναν ακόμη μαγνητικό τομογράφο και άλλα καινούργια μηχανήματα, και όχι μόνο. «Στην πανδημία αλλάξαμε όλα τα μπάνια στα δωμάτια των ασθενών, ήταν δωρεά του συλλόγου εφοπλιστών», λέει. Πριν από την πανδημία, στο Γ. Ν. Νίκαιας είχαν λιγότερες ανάγκες. «Στην πανδημία αυξήθηκαν οι ανάγκες και το νοσοκομείο αναπτύχθηκε – διπλασιάσαμε τα κρεβάτια ΜΕΘ, ανοίξαμε εμβολιαστικό κέντρο, ανοίξαμε κλινική COVID-19», δηλώνει ο κ. Ιντας. «Αναβαθμίστηκαν οι κλινικές, έγιναν περισσότερες δωρεές, πήραμε υλικά, δόθηκε πολύς εξοπλισμός που σε διαφορετικές περιπτώσεις δεν θα τον παίρναμε, ανακαινίστηκαν μπάνια 30 ετών και το επάγγελμα του νοσηλευτή ανέβηκε νομίζω στα μάτια του κόσμου», λέει η νοσηλεύτρια του ΑΧΕΠΑ.
Θέλουμε ενισχύσεις
Αλλά τα αρνητικά είναι επίσης σημαντικά, με πρώτο όλων την εξάντληση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού. «Δεν μπορώ να πω ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας έχει καταρρεύσει, αυτό θα ήταν ψέμα, αλλά οπωσδήποτε χρειάζεται νοσηλευτικό προσωπικό, που δεν υπάρχει», αναφέρει ο κ. Πιστόλας. Ο ίδιος λέει πως τα ωράρια είναι δύσκολα, κυλιόμενα, όλα τα 24ωρα, όλες τις μέρες του χρόνου. «Κάνουμε το δυσκολότερο επάγγελμα που υπάρχει με τα πιο χαμηλά κίνητρα και τις πιο χαμηλές απολαβές», τονίζει για το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. «Το προσωπικό έχει κουραστεί τόσο πολύ από αυτές τις συνθήκες που πολλοί παραιτούνται», σημειώνει, δηλώνοντας πως από το νοσηλευτικό προσωπικό του Ευαγγελισμού «έχουν φύγει πάνω από 150 άτομα τον τελευταίο χρόνο – κάποιοι έγιναν σχολικοί νοσηλευτές, άλλοι πήγαν στον ιδιωτικό τομέα για καλύτερες συνθήκες και καλύτερο μισθό».
«Το προσωπικό που ήρθε κατά τη διάρκεια της πανδημίας είναι λιγότερο σε σχέση με αυτούς που αποχώρησαν – από τη συνεχή πίεση, ο κόσμος βγάζει αυτοάνοσα, προτιμούν την πρόωρη σύνταξη ή να γίνουν σχολικοί νοσηλευτές», λέει ο κ. Ιντας, τονίζοντας πως στην παρούσα φάση θα χρειάζονταν τουλάχιστον 80 ακόμη νοσηλευτές. «Χρωστάμε άδειες του 2022, κάποιοι συνάδελφοι έχουν 60 και 70 οφειλόμενα ρεπό», συμπληρώνει. Ούτε στο διοικητικό προσωπικό του νοσοκομείου γίνονται προσλήψεις, αναφέρει, ενώ ο κ. Πιστόλας λέει πως στον Ευαγγελισμό υπάρχουν ελλείψεις και σε γιατρούς, συγκεκριμένα νεφρολόγους, παθολόγους και πνευμονολόγους.
«Εκπαιδευμένο προσωπικό, αυτό θέλουμε», λέει η νοσηλεύτρια. Οι συμβασιούχοι νοσηλευτές που ήρθαν στο νοσοκομείο σε καιρό πανδημίας προσπαθούν τώρα να προσαρμοστούν στις καινούργιες συνθήκες, να μπουν στις κλινικές τους, τονίζει.
Με τα 31 χρόνια εμπειρίας του στο ΕΣΥ, ο κ. Πιστόλας, αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες του συστήματος, μιλάει για αυτό, και περισσότερο για τους ανθρώπους που το απαρτίζουν, με περηφάνια. «Το υγειονομικό προσωπικό έχει κουραστεί, είναι γερασμένο, έχουμε βγει από μια οικονομική κρίση με όλη την παθογένεια που αυτή επιφέρει, και σίγουρα το ΕΣΥ χρειάζεται ενίσχυση», λέει, «αλλά δεν θα πω ότι το Σύστημα Υγείας είναι επικίνδυνο. Το Σύστημα Υγείας κράτησε την υγεία όρθια στη χώρα μας στην πανδημία καλύτερα από ανεπτυγμένα κράτη».
Και καθυστέρηση στην εκπαίδευση ειδικευομένων
Στο θέμα όχι μόνο της εξάντλησης, μετά τα δύσκολα χρόνια της πανδημίας, αλλά και της εκπαίδευσης, επικεντρώνονται και δύο ειδικευόμενες, της οφθαλμιατρικής και της γενικής χειρουργικής στα νοσοκομεία «Παπαγεωργίου» και «Γεννηματάς», αντιστοίχως, στη Θεσσαλονίκη. «Χάσαμε εκπαίδευση λόγω της πανδημίας και δεν είναι ότι τώρα αυτή η εκπαίδευση αναπληρώνεται όπως θα έπρεπε. Eγώ σε ένα χρόνο θα τελειώσω· αν δεν υπήρχε η πανδημία θα είχα “γράψει” χειρουργεία. Δεν κάνουμε χειρουργεία κάθε μέρα, γιατί δεν έχει προσωπικό να λειτουργήσει την αίθουσα. Παλιά υπήρχε προσωπικό για να λειτουργούν όλες οι αίθουσες», λέει η πρώτη. Η ίδια τονίζει πως λόγω έλλειψης προσωπικού, όχι μόνο ιατρονοσηλευτικού, πολλές φορές έχει παραϊατρικά καθήκοντα, όπως το να πάρει τηλέφωνο ασθενείς για να κλείσει ραντεβού ή να τους μετακινεί με φορεία, συμπληρώνοντας πως και οι εφημερίες «έχουν γίνει πάρα πολύ άγριες». «Υπάρχει τρομερή αναμονή και πολλή αγανάκτηση από τους ασθενείς», αναφέρει, υπογραμμίζοντας πως, σε συνδυασμό με την κούραση της πανδημίας, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό έχει εξαντληθεί, σωματικά και ψυχικά.
Η ειδικευόμενη γενικής χειρουργικής στο «Γεννηματά» λέει ότι σε κάθε εφημερία βλέπουν περίπου 100-120 άτομα στο χειρουργικό, ενώ επί πανδημίας έβλεπαν 40. Καθώς τότε τα χειρουργεία είχαν μειωθεί πολύ, τώρα χειρουργούνται περιστατικά που ήταν σε λίστα από το 2020, τονίζει. Αλλα περιστατικά που δεν είχαν έρθει στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τώρα έρχονται σε επιδεινωμένη κατάσταση. Ταυτόχρονα, υπάρχουν ελλείψεις. «Αν αυξηθεί το προσωπικό θα ανοίξουν και περισσότερες αίθουσες, τώρα ζητούν οι χειρουργοί περισσότερες αίθουσες, αλλά δεν μπορούν να ανοίξουν με τόσο λίγους αναισθησιολόγους», συμπληρώνει. Επιπλέον, είναι το θέμα της εκπαίδευσης. «Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ό,τι είχαμε να πάρουμε από την εκπαίδευση στο παθολογικό κομμάτι, το πήραμε, στο χειρουργικό μείναμε όλοι πάρα πολύ πίσω», επισημαίνει.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr