Η πλειονότητα των δειγμάτων DNA στα οποία στηρίζεται η έρευνα για το «διάβασμα» του γονιδιώματος παγκοσμίως προέρχεται από δότες ευρωπαϊκής καταγωγής, προκαλώντας ένα κενό γνώσης για το γονιδίωμα των ανθρώπων από τον υπόλοιπο κόσμο.
H αλληλουχία του πρώτου ανθρώπινου γονιδιώματος δημοσιεύτηκε πριν από δύο δεκαετίες και έκτοτε η τεχνολογική πρόοδος στο πεδίο οδήγησε στο γρήγορο και σχετικά φθηνό «διάβασμα» (αλληλούχηση) ολόκληρου του γενετικού υλικού. Ωστόσο, οι γενετικές και γονιδιωματικές μελέτες βασίζονται κυρίως σε πληθυσμούς ευρωπαϊκής καταγωγής, με αποτέλεσμα, τα πιθανά οφέλη της γονιδιωματικής έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης κατανόησης της αιτιολογίας των νόσων, της έγκαιρης ανίχνευσης και διάγνωσης, του ορθολογικού σχεδιασμού φαρμάκων και της βελτιωμένης κλινικής φροντίδας, πιθανά να μην αγγίζουν πολλούς πληθυσμούς που υποεκπροσωπούνται.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνών Ανθρώπινου Γονιδιώματος στις ΗΠΑ (NHGRI) συμφωνεί ότι υπάρχει μεροληψία (bias) στις ανθρώπινες γενετικές μελέτες και ότι η προσφορά δειγμάτων γενετικού υλικού από άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής δημιουργεί κενά στη γνώση για τα γονιδιώματα ανθρώπων στον υπόλοιπο κόσμο.
Σύμφωνα με στοιχεία του NHGRI, το 87% όλων των δεδομένων γονιδιώματος που διαχειρίζεται σήμερα η ερευνητική κοινότητα παγκοσμίως προέρχονται από άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής, ενώ μόνο ένα 10% είναι ασιατικής καταγωγής και 2% αφρικανικής.
Πολλοί είναι τώρα οι ερευνήτριες και ερευνητές μέσα στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα που πιέζουν για ποικιλομορφία στα γονιδιωματικά σύνολα δεδομένων. «Εάν δεν εμπλουτίσουμε τα γενετικά δεδομένα με DNA ατόμων που ανήκουν σε διαχρονικά περιθωριοποιημένους πληθυσμούς, διατρέχουμε τον κίνδυνο να χαθούν προγνωστικά ασθενειών για ολόκληρες φυλετικές ή εθνοτικές ομάδες και να επιδεινωθούν περαιτέρω οι τρέχουσες ανισότητες στην αντιμετώπιση των ασθενειών», προειδοποιεί η Καθηγήτρια Βιολογίας, Γενετικής και Νανοϊατρικής, στο Εργαστήριο Βιολογίας, Ιατρικής ΕΚΠΑ κα. Μαρία Γαζούλη.
Σύμφωνα με τον καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρόεδρο του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) κ. Νεκτάριο Ταβερναράκη είναι πολύ σημαντικό τα γονιδιωματικά δεδομένα να είναι όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικά των ανθρώπινων πληθυσμών, αφενός για λόγους καλής πρακτικής από πλευράς επιστημονικής δεοντολογίας και βιοηθικής και αφετέρου για λόγους χρηστικότητας και αξιοπιστίας: «Πέρα από τα προφανή θέματα βιοηθικής και δεοντολογίας, υπάρχει και η θεμελιώδης αναγκαιότητα της επιστημονικής χρηστικότητας των γονιδιακών δεδομένων, που δεν διασφαλίζεται αν δεν προϋπάρχει ουσιαστική αντιπροσωπευτικότητα. Μάλιστα, ένα ακραίο σενάριο θα ήταν, τα δεδομένα αυτά, όχι μόνο να μην είναι χρήσιμα στην πράξη αλλά να λειτουργούν ακόμα και αποπροσανατολιστικά, σε ότι αφορά τους πραγματικούς γενετικούς μηχανισμούς παθογένεσης σοβαρών ασθενειών. Είναι, επομένως, κρίσιμης σημασίας το πως ορίζεται το περίφημο ανθρώπινο γονιδίωμα αναφοράς, καθώς και το ποια είναι η σύσταση των γονιδιακών δεδομένων που χρησιμοποιούνται για να εξαχθούν συμπεράσματα που αφορούν τη γενετική βάση ασθενειών ή την ενδεδειγμένη κλινική αντιμετώπιση μιας ασθένειας, στο πλαίσιο προσεγγίσεων ιατρικής ακριβείας».
Τέρμα στη διαιώνιση των ανισοτήτων
Η σημασία της ποικιλομορφίας και της συμπερίληψης στη γονιδιωματική έρευνα έχει εκτιμηθεί από καιρό και θα πρέπει να προωθούνται με πρώτο κίνητρο τη δικαιοσύνη, καθώς οι άνθρωποι θα ωφεληθούν περισσότερο από την έρευνα που διεξάγεται σε άτομα με παρόμοιο προγονικό υπόβαθρο, όπως συμβαίνει με τη νεφρική νόσο, η οποία εμφανίζεται σε πολύ υψηλότερο επιπολασμό μεταξύ ατόμων με αφρικανική καταγωγή.
«Εμείς οι Γενετιστές δίνουμε μεγάλη σημασία στην καταγωγή των ανθρώπων όταν λαμβάνουμε οικογενειακό ιστορικό, καθώς κάποια νοσήματα είναι συχνότερα σε ορισμένους πληθυσμούς, όπως η χορεία του Χάντιγκτον στους Έλληνες Λασιθιώτες και Μεσσήνιους, η θρομβοφιλία που προκαλείται από τη μεταλλαγή Λάιντεν στους Έλληνες Εβραίους και το σύνδρομο καταρράκτη-προσωπικής δυσμορφίας-νευροπάθειας στους Έλληνες Ρομά», εξηγεί ο καθηγητής Γενετικής και Υπεύθυνος της Μονάδας Στοματοπροσωπικής Γενετικής της Ιατρικής Σχολής κ. Χρήστος Γιαπιτζάκης.
Η αποτυχία πλήρους δέσμευσης διαφορετικών πληθυσμών σε όλα τα επίπεδα γονιδιωματικής έρευνας διαιωνίζει ήδη σημαντικές ανισότητες στην υγεία. Ενδεικτικά, ο πρώην γενικός χειρουργός στις ΗΠΑ, Δρ. Ντέιβιντ Σάτσερ και οι συνεργάτες του υπολόγισαν ότι περισσότεροι από 83.000 θάνατοι συμβαίνουν κάθε χρόνο λόγω των ανισοτήτων στην υγειονομική περίθαλψη μεταξύ λευκών και άλλων ασθενών.
Η συμπερίληψη διαφορετικών πληθυσμών σε γονιδιωματικές μελέτες που μπορεί να οδηγήσουν στον εντοπισμό γονιδιωματικών παραλλαγών που σχετίζονται με διάφορα αποτελέσματα για την υγεία τόσο σε ατομικό όσο και σε επίπεδο πληθυσμού, δεν είναι απλώς σωστή για λόγους ισότητας, αλλά αποτελεί και επιστημονική επιταγή.
«Για να πραγματοποιηθεί, για παράδειγμα, η υπόσχεση της ιατρικής ακριβείας που βασίζεται στο DNA, οι γενετικές βιβλιοθήκες πρέπει να είναι όσο πιο αντιπροσωπευτικές γίνεται για τους πληθυσμούς», παρεμβαίνει η κα. Γαζούλη, συμπληρώνοντας πως πολλοί ερευνητικοί οργανισμοί αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες όπως είναι η All of Us Precision Medicine των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ (NIH) που στοχεύει στη στρατολόγηση ατόμων με διαφορετικά γενετικά υπόβαθρα που θα προσθέσουν το DNA τους στη γενετική βιβλιοθήκη.
«Το πρόγραμμα κυκλοφόρησε πρόσφατα το πρώτο σύνολο γονιδιωματικών δεδομένων από σχεδόν 100.000 νέα δείγματα DNA με το ~ 50% αυτών να προέρχεται από πληθυσμούς που υποεκπροσωπούνται. Ωστόσο έχουμε αρκετό δρόμο μπροστά μας», λέει η Ελληνίδα επιστήμονας.
«Είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι όποιες κλινικές μελέτες σχετικά με την εξατομίκευση της θεραπείας να περιλαμβάνουν διαφορετικούς πληθυσμούς, μιας και έχουμε ήδη αναδείξει με μελέτες μας διαφορές σε επίπεδο γενετικών παραλλαγών φαρμακογονιδιωματικού ενδιαφέροντος, όχι μόνο μεταξύ πληθυσμών από διαφορετικές φυλετικές ομάδες, όπως Ευρωπαίων και Ασιατών αλλά και μεταξύ ευρωπαϊκών πληθυσμών αυτών καθαυτών», επισημαίνει ο καθηγητής Φαρμακογονιδιωματικής και Φαρμακευτικής Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, κος Γεώργιος Πατρινός.
Για αυτό τον λόγο και μετά την ολοκλήρωση της πανευρωπαϊκής κλινικής μελέτης προληπτικής φαρμακογονιδιωματικής που περιλάμβανε 7 ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Lancet τον περασμένο Φεβρουάριο, προχωρά κανονικά για τον πληθυσμό των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, η κλινική μελέτη φαρμακογονιδιωματικής για καρδιολογικούς ασθενείς, η οποία θα ολοκληρωθεί το 2025, ενώ σύντομα θα ξεκινήσει στο Βιετνάμ αντίστοιχη για ογκολογικούς ασθενείς. «Και οι τρεις αυτές κλινικές μελέτες στις οποίες συμμετέχουμε περιλαμβάνουν διαφορετικούς πληθυσμούς για να αναδείξουν την σημασία της εξατομίκευσης της θεραπείας σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες», συμπληρώνει ο Έλληνας καθηγητής.
Το γονιδίωμα κρύβει έναν «θησαυρό» απαντήσεων
Τα ανθρώπινα γονιδιώματα κρύβουν έναν θησαυρό απαντήσεων που έχει δώσει και μπορεί να δώσει η ανθρωπότητα στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει όπως αλλαγές στο κλίμα, μολυσματικές ασθένειες, διατροφή κ.λπ. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο ανθρώπινος οργανισμός έχει ανταποκριθεί και συνεχίζει να ανταποκρίνεται σε αυτές τις προκλήσεις σε ποικίλες συνθήκες θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην κατανόησή μας για τη βιολογία και την ανάπτυξη κλινικών παρεμβάσεων. Ο περιορισμός της έρευνας αυτών των γονιδιωματικών αποκρίσεων σε επιστημονικά καλά εκπροσωπούμενους πληθυσμούς σίγουρα επηρεάζει την πρόοδο σε ολόκληρο το πεδίο της γονιδιωματικής.
Σύμφωνα με το NHGRI των ΗΠΑ η διαφορετικότητα των συμμετεχόντων στη γονιδιωματική έρευνα είναι μια δαπανηρή υπόθεση και απαιτεί εδραίωση εμπιστοσύνης και μακροπρόθεσμων σχέσεων σεβασμού μεταξύ των κοινοτήτων και των ερευνητών. Επιπλέον, μερικά από τα πιο κρίσιμα εμπόδια στη συμπερίληψη και στην ποικιλομορφία λαμβάνουν ελάχιστη προσοχή στον δημόσιο διάλογο.
Ένα από τα βασικά προβλήματα είναι ο κατακερματισμός των βάσεων γονιδιωματικών δεδομένων: «Οι βάσεις δεδομένων έχουν διαφορετικούς χρηματοδότες, λειτουργούν ανεξάρτητα η μια από την άλλη και χρησιμοποιούν διαφορετικά πρότυπα», σχολιάζει ο κορυφαίος Έλληνας γενετιστής, ομότιμος καθηγητής Γενετικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και πρώην πρόεδρος του διεθνούς οργανισμού Ανθρωπίνου Γονιδιώματος (HUGO), κ. Στυλιανός Αντωναράκης και συνεχίζει:
«Το πρόβλημα είναι ότι ο κάθε ερευνητικός οργανισμός δημιουργεί τη δική του βάση δεδομένων-άλλη π.χ. έχουν οι ΗΠΑ, άλλη το Ην. Βασίλειο και άλλη η Κίνα-με αποτέλεσμα να έχουμε πολλές και δύσκολα προσβάσιμες data bases. Ως εκ τούτου, οι χρήστες πρέπει να πλοηγηθούν από σε βάση σε βάση για να εξυπηρετηθούν, γεγονός που κάνει την ερμηνεία των παραλλαγών χρονοβόρα και αναποτελεσματική. Επιπλέον, ο όγκος των υφιστάμενων γονιδιακών δεδομένων δεν έχει ακόμη εισαχθεί σε βάσεις, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο για την εξαγωγή ανακριβών επιστημονικών συμπερασμάτων παρά τις υπάρχουσες σχετικές πληροφορίες. Αν προσθέσει κάποιος και τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών τότε μπορεί να πει ότι οι βάσεις γονιδιωματικών δεδομένων τείνουν να λάβουν έναν εθνικιστικό (nationalism) χαρακτήρα».
Έλληνας γενετιστής, ομότιμος καθηγητής Γενετικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και πρώην πρόεδρος του διεθνούς οργανισμού Ανθρωπίνου Γονιδιώματος (HUGO), κ. Στυλιανός Αντωναράκης
Ο καθηγητής Αντωναράκης πριν από μια 6ετία περίπου είχε προτείνει τη δημιουργία μιας ενοποιημένης βάσης γονιδιακών δεδομένων και φαινοτυπικής μεταβλητότητας μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Μιας βάσης ανοικτής πρόσβασης, υψηλής ποιότητας και φιλικής προς τον χρήστη που θα ενημερώνεται καθημερινά.
«Το “ανάστημα” του ΠΟΥ νομιμοποιεί την ανάληψη και τη διεκπεραίωση ενός τέτοιου έργου. Η δε χρηματοδότηση θα μπορούσε να προέλθει από τα ίδια κεφάλαια που επί του παρόντος υποστηρίζουν τις υπάρχουσες βάσεις δεδομένων των διάφορων ερευνητικών οργανισμών», προτείνει ο καθηγητής, σύμφωνα με τον οποίο ο ΠΟΥ ανταποκρίθηκε θετικά μεν αλλά, αφενός οι αργές διαδικασίες και αφετέρου η πανδημία που μεσολάβησε, οδήγησαν την πρότασή του στο χρονοντούλαπο.
Ποικιλομορφία στην εκπροσώπηση σε όλα τα επίπεδα έρευνας
Παρατηρείται επίσης ότι γενικότερα δεν υπάρχει ποικιλομορφία στην εκπροσώπηση σε όλα τα επίπεδα έρευνας, από τους εθελοντές συμμετέχοντες έως τους αξιολογητές των προτάσεων και τους επιστήμονες που διεξάγουν την έρευνα. Επιστήμονες από περιβάλλοντα χαμηλών πόρων, από μειονοτικά υπόβαθρα και από διαφορετικές εθνοτικές ομάδες υποεκπροσωπούνται σε μεγάλο βαθμό σε όλους αυτούς τους τομείς.
«Σε μια δημοκρατική κοινωνία με ανθρωπιστικές αξίες θα πρέπει να δίνονται ίσες ευκαιρίες σε κάθε άνθρωπο, είτε να μορφωθεί, είτε να λάβει καλή υγειονομική περίθαλψη, χωρίς μεροληψίες και αποκλεισμούς που χαρακτηρίζουν τα ολιγαρχικά καθεστώτα. Οι ίσες ευκαιρίες θα οδηγήσουν και σε μεγαλύτερη εκπροσώπηση των μειονοτήτων σε όλους τους κοινωνικούς θεσμούς», εκτιμά ο καθηγητής Γιαπιτζάκης.
Η υποεκπροσώπηση επιστημόνων μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια υποθέσεων και προτεραιοτήτων που θα έφερναν ειδικοί με διαφορετικές προοπτικές στη γονιδιωματική έρευνα. Για παράδειγμα, ένας Αιθίοπας επιστήμονας πέτυχε το πρώτο GWAS (genome-wide association study) της παραμελημένης τροπικής νόσου ποδοκονίωση, που είναι μια σημαντική αιτία νοσηρότητας και στιγματισμού στην Αιθιοπία, αλλά σπάνια μεταξύ πληθυσμών με ακμάζουσες γονιδιωματικές ερευνητικές κοινότητες. Ο ίδιος ερευνητής μπόρεσε να ερμηνεύσει σήματα πρόσφατης επιλογής στο γονιδίωμα των ατόμων της Αιθιοπίας σχετικά με τη διατροφή, μια προοπτική που θα ήταν δύσκολο να επιτύχει ένας μη Αιθίοπας ερευνητής.
Δεδομένου ότι οι ερευνητές μπορεί να έχουν προσωπικές συνδέσεις και ενδιαφέροντα που σχετίζονται με τις κοινότητες που στοχεύουν να υπηρετήσουν, η συμπερίληψή τους στην επιστημονική κοινότητα, καθώς και η προσφορά κινήτρων για να επιστρέψουν στις κοινότητές τους για συνεχή έρευνα, πρόσβαση, διάδοση και κοινή χρήση του οφέλους της έρευνας, θα μπορούσε να ανοίξει ευκαιρίες και νέα πεδία για σημαντικές και συνεχείς μελέτες.
dikaiologitika.gr