Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να προχωρήσει με ηπιότερο ρυθμό στη σύσφιξη της πολιτικής της, πραγματοποιώντας σήμερα μία μικρότερη αύξηση των επιτοκίων της κατά 25 μονάδες βάσης.
Στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ επισημαίνει ότι οι προοπτικές για τον πληθωρισμό συνεχίζουν να είναι πολύ υψηλές για πάρα πολύ καιρό. Υπό το φως των συνεχιζόμενων υψηλών πληθωριστικών πιέσεων, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης.
Συνολικά, οι εισερχόμενες πληροφορίες υποστηρίζουν σε γενικές γραμμές την αξιολόγηση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών για τον πληθωρισμό που διαμόρφωσε το Διοικητικό Συμβούλιο στην προηγούμενη συνεδρίασή του.
Ο βασικός πληθωρισμός έχει υποχωρήσει τους τελευταίους μήνες, αλλά οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές. Ταυτόχρονα, οι προηγούμενες αυξήσεις επιτοκίων μεταδίδονται δυναμικά στη χρηματοδότηση και στις νομισματικές συνθήκες της ζώνης του ευρώ, ενώ οι καθυστερήσεις και η ισχύς μετάδοσης στην πραγματική οικονομία παραμένουν αβέβαιες.
Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής θα φθάσουν σε επίπεδα αρκετά περιοριστικά, ώστε να επιτευχθεί έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα για όσο διάστημα χρειαστεί.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και διάρκειας περιορισμού. Ειδικότερα, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα συνεχίσουν να βασίζονται στην αξιολόγησή του για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ παραμένουν το κύριο εργαλείο του Διοικητικού Συμβουλίου για τον καθορισμό της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής, συνεχίζει η ΕΚΤ.
Παράλληλα, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να μειώνει το χαρτοφυλάκιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) του Ευρωσυστήματος, με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει να διακόψει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του APP από τον Ιούλιο του 2023.
Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει όλες τις πληρωμές κεφαλαίου από τίτλους που λήγουν. Η μείωση θα ανέλθει σε 15 δισεκατομμύρια ευρώ τον μήνα κατά μέσο όρο μέχρι τα τέλη Ιουνίου 2023. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει να διακόψει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του APP από τον Ιούλιο του 2023.
Όσον αφορά το PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις κύριες πληρωμές από τίτλους που λήγουν στο πλαίσιο του προγράμματος μέχρι τουλάχιστον το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική μετακύλιση του χαρτοφυλακίου PEPP θα γίνει με τρόπο που θα αποφεύγεται η παρέμβαση στην κατάλληλη νοµισµατική πολιτική.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στην επανεπένδυση των λήξεων που θα προκύψουν στο χαρτοφυλάκιο PEPP, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Καθώς οι τράπεζες αποπληρώνουν τα ποσά που έχουν δανειστεί στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά τον τρόπο με τον οποίο οι στοχευμένες δανειοδοτικές πράξεις συμβάλλουν στη στάση της νομισματικής του πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα στο πλαίσιο της εντολής του για να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διατηρήσει την ομαλή λειτουργία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, εάν χρειαστεί. Επιπλέον, το Εργαλείο Προστασίας από μετάδοση είναι διαθέσιμο για την αντιμετώπιση αδικαιολόγητων, άτακτων δυναμικών της αγοράς, που αποτελούν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει αποτελεσματικότερα την εντολή του για τη σταθερότητα των τιμών.