Απόψεις υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας συνδέονται κατά κανόνα με την απλή αναλογική, η υιοθέτηση της οποίας στη Μεταπολίτευση είχε πάντα ιδεολογικό πρόσημο.
Απόψεις υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας συνδέονται κατά κανόνα με την απλή αναλογική, η υιοθέτηση της οποίας στη Μεταπολίτευση είχε πάντα ιδεολογικό πρόσημο. Μόνο το ΠαΣοΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ την νομοθέτησαν, το 1989 και το 2016 αντίστοιχα.
Ωστόσο τα συνεργατικά σχήματα που προέκυψαν από αυτή, αποδείχθηκαν βραχύβια. Εξ ου και την περίοδο 1989-90 διεξήχθησαν τρεις εκλογές σε δέκα μήνες. Κάτι που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη συγκρουσιακή πολιτική κουλτούρα της χώρας και την ισχυρή πελατειακή της παράδοση που επιτείνει τις εντάσεις μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων προκαλώντας πολιτική αστάθεια.
Bραχύβιες ακόμη αποδείχθηκαν και όσες κυβερνήσεις συνεργασίας διέθεταν πρωθυπουργούς «κοινής αποδοχής» και ανεξάρτητα από την απλή αναλογική. Η κυβέρνηση Τζαννετάκη άντεξε τέσσερις μήνες, η οικουμενική Ζολώτα περίπου πέντε και η κυβέρνηση Παπαδήμου έξι.
Όσοι συνασπισμοί όμως προέκυψαν από κάλπες «ενισχυμένης» αναλογικής σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, επιβίωσαν περισσότερο. Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου (αρχικά και Κουβέλη) κυβέρνησε 31 μήνες κι εκείνη Τσίπρα-Καμμένου 48, έως τον Ιανουάριο 2019 (για το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε κατ’ουσίαν αυτοδύναμος).
Η αντοχή τους δεν είναι ανεξήγητη.
Την περίοδο εκείνη η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στις αυτοδύναμες πλειοψηφίες είχε κλονιστεί. Μοιραία η λαϊκή εντολή τόσο στις διπλές εκλογές του 2012 όσο και σε εκείνες του 2015 οδηγούσε σε συνεργασίες.
Eπίσης, ο φόβος του εκλογικού κόστους αποθάρρυνε – μέχρι ενός σημείου – τις διαθέσεις για ενδοκυβερνητική ρήξη. Διότι η «ενισχυμένη» αναλογική με το μπόνους για το πρώτο κόμμα, κατένειμε δυσανάλογα τις έδρες μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων. Συνεπώς πιθανή διάλυση του συνασπισμού θα οδηγούσε σε πρόωρες κάλπες που θα ευνοούσαν τον μεγαλύτερο εταίρο και όχι το μικρότερο.
Ακόμη, οι ενδοκυβερνητικές εντάσεις τότε υπήρξαν συγκριτικά μικρότερες. Διότι η χώρα τελούσε σε καθεστώς Μνημονίου υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της Τρόικα και ήταν υποχρεωμένη να τηρεί δεσμεύσεις για να εκταμιεύει δανειακές δόσεις. Διαφορετικά κινδύνευε με άτακτη χρεοκοπία και Grexit. Σε τόσο δραματικές συνθήκες, ο φόβος μιας καταστροφής απενεργοποιούσε εν μέρει τα συγκρουσιακά και πελατειακά στοιχεία της πολιτικής μας κουλτούρας. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η ρήξη μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ συνέβη μερικούς μήνες μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα.
Παράλληλα, οι επιλογές των βασικών πρωταγωνιστών διακρίθηκαν από πολιτικό ρεαλισμό. Σαμαράς και Βενιζέλος επέδειξαν υπευθυνότητα και διάθεση πολιτικής συνεννόησης. Από την πλευρά τους, οι ηγεσίες των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, στο δικό τους πολιτικό πλαίσιο, λειτούργησαν (για το μεγαλύτερο διάστημα) με πολιτική συναντίληψη.
Βάσει των παραπάνω, τίθεται το ερώτημα πόσο εφικτή θα ήταν σήμερα μια λειτουργική κυβέρνηση συνεργασίας. Όχι τόσο μετά τον πρώτο γύρο της «απλής» αναλογικής. Εκεί η εξέλιξη είναι μάλλον προκαθορισμένη. Οι δημοσκοπικοί συσχετισμοί άλλωστε δεν μεταβλήθηκαν ριζικά μετά την τραγωδία στα Τέμπη. Κι επιπλέον δεν φαίνεται να προκύπτει πεδίο ουσιαστικής σύγκλισης ούτε για πολιτικές, ούτε για το πρόσωπο του πρωθυπουργού.
Το ερώτημα επομένως αφορά την επαύριο των δεύτερων εκλογών που θα γίνουν με «ενισχυμένη» αναλογική.
Φαίνεται πως οι πιθανότητες για ένα λειτουργικό συνεργατικό σχήμα είναι μάλλον μικρές.
Κατ’αρχάς, η προτίμηση για αυτοδύναμη πλειοψηφία παραμένει ισχυρή, φθάνοντας αθροιστικά το 41% έναντι του 47% που τάσσεται υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας με όποια σύνθεση (Pulse 16/03).
Επίσης ο φόβος μιας άτακτης χρεοκοπίας έχει εκλείψει και η χώρα έχει εξέλθει των μνημονίων. Συνεπώς είναι μεγάλη πλέον η πιθανότητα εντονότερης επανεμφάνισης των συγκρουσιακών και πελατειακών χαρακτηριστικών του πολιτικού συστήματος που θα προκαλούσαν παραλυτικές εσωτερικές εντάσεις στο πλαίσιο κυβερνήσεων συνεργασίας.
Ακόμη οι πολιτικές σχέσεις των βασικών πολιτικών «παικτών» βρίσκονται στο ναδίρ. Το ρήγμα που άνοιξαν οι υποκλοπές ανάμεσα σε Ανδρουλάκη και Μητσοτάκη, δεν έχει κλείσει. Ταυτόχρονα μεταξύ ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ επικρατεί έλλειμμα εμπιστοσύνης καθώς οι πολιτικές «πληγές» που άνοιξε η οικονομική κρίση δεν έχουν επουλωθεί.
Βεβαίως δεν μπορεί να αποκλειστεί ένας αναγκαστικός σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας, αν δεν προκύψει αυτοδυναμία ούτε μετά το δεύτερο γύρο. Ωστόσο οι πιθανότητες για τυχόν μακροημέρευσή της δεν είναι, για την ώρα τουλάχιστον, πολλές.
*Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Queen Mary University of London (QMUL) και διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. To βιβλίο του «Permanent campaigning in Greece in times of crisis: the Samaras, Tsipras and Mitsotakis premierships» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Palgrave.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr