Mg 9481 960x600 (1)
Κοινοποίηση

Η πρόσφατη ανάπλαση της πλατείας Καλλιγά ήταν η αφορμή για να επισκεφθούμε μια γειτονιά των Πατησίων με σημαντικό παρελθόν, αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες, ενδιαφέρον πολυπολιτισμικό προφίλ και ευοίωνο μέλλον.

Όταν πριν από δεκαπέντε χρόνια η σκηνοθέτις Ειρήνη Γεωργαλάκη, φοιτήτρια τότε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, κατηφόριζε την οδό Καραμανλάκη, ένα δρομάκι κάθετο στην Πατησίων, στο ύψος της στάσης Καλλιφρονά, για να πάει στη Θεατρική Βιβλιοθήκη που στεγαζόταν στο νούμερο 7 του ίδιου δρόμου, συνήθιζε να παρατηρεί με ενδιαφέρον την αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα των κτιρίων που έβλεπε γύρω της. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους δρόμους της περιοχής, αλλά και της ευρύτερης Αθήνας, στην οδό Καραμανλάκη οι πολυκατοικίες δεν ξεκινούν από το τέλος του πεζοδρομίου, αλλά αντίθετα υποχωρούν κατά τέσσερα μέτρα προς τα μέσα, έχοντας μπροστά τους πρασιές (μικρά κηπάκια), ενώ χαρακτηρίζονται από μια ομοιογένεια στην καγκελοποιία και στις αρτιφισιέλ επιφάνειες, ασυνήθιστη για την Αθήνα. 

Η Ειρήνη, συνήθως βιαστική, δεν προχωρούσε πιο πέρα από τη Βιβλιοθήκη και έτσι δεν είχε αντιληφθεί πως, αν συνέχιζε να κατηφορίζει για κάποια μέτρα, θα βρισκόταν μπροστά σε ένα από τα πιο καλά κρυμμένα αθηναϊκά μυστικά: την πλατεία Καλλιγά (ή Καραμανλάκη), ένα σπάνιο αθηναϊκό θέαμα που περιβάλλεται από κτίρια διαμορφωμένα στο ίδιο πολεοδομικό πρότυπο, όπου το μάτι ξεκουράζεται από την ομοιογένεια και η ανοιχτότητα δίνει έναν «αέρα» οξυγόνου, ηχητικά αποκομμένη από τη φασαρία της γειτονικής Πατησίων. Αυτά τα έμαθε αργότερα, όταν, από τύχη, ήρθε να κατοικήσει σε ένα σπίτι λίγα νούμερα πιο κάτω. Δεν ήταν η μόνη. Οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν έχουν ακούσει καν για την πλατεία Καλλιγά, παρόλο που σε μέγεθος δεν διαφέρει από τις πασίγνωστες γειτονικές πλατείες Αμερικής και Κολιάτσου, ενώ βρίσκεται μια ανάσα από το κέντρο της πόλης. 

Εκτός από τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά, ο σημερινός επισκέπτης, αν ακολουθήσει την ίδια διαδρομή, θα αντικρίσει μπροστά του μια παιδική χαρά –ακόμα «του κουτιού», καθώς παραδόθηκε μόλις πριν από δύο μήνες, όταν ολοκληρώθηκε η πρόσφατη ανάπλαση της πλατείας–, δεκάδες παιδάκια να τιτιβίζουν τρισευτυχισμένα, με μια έκσταση που μόνο το παιδικό παιχνίδι μπορεί να προκαλέσει, ενώ τις φωτεινές μέρες στα δύο καφέ της πλατείας άνθρωποι όλων των ηλικιών απολαμβάνουν το προνόμιο της αθηναϊκής λιακάδας και νέοι κάτοικοι βγάζουν βόλτα τα σκυλάκια τους. Δεν ήταν πάντα έτσι. Όμως, ας ξεκινήσουμε από την αρχή. 

Ένα αθηναϊκό πείραμα

Αυτό που καθόρισε την κτιριακή ανάπτυξη της περιοχής Καραμανλάκη ήταν ένα βασιλικό διάταγμα του 1939: ένα πείραμα που δυστυχώς βρήκε μόνη εφαρμογή στην πλατεία Καλλιγά και στους δρόμους που την περιβάλλουν. «Η κεντρική ιδέα του ΦΕΚ για τον άξονα της Πατησίων περιλάμβανε τις πρασιές, τα ρετιρέ, το να καταλήγουν κάθε λίγοι δρόμοι σε μια πλατεία όπως αυτή. Δυστυχώς, μετά ήρθε ο πόλεμος και σταμάτησαν όλα», λέει η Ματίλντα Μπεράχα, αρχιτέκτονας που δραστηριοποιείται στην περιοχή και έχει εμπλακεί μαζί με τον συνεργάτη της, Δημήτρη Σωτηρόπουλο, στην πρόσφατη ανάπλαση. «Η μεγάλη ανοικοδόμηση ξεκίνησε στις αρχές του 1950, τη χρυσή περίοδο της αντιπαροχής, η οποία δεν κούμπωνε με αυτό το σχήμα, γιατί έτσι έχτιζες λιγότερα τετραγωνικά». 

Καθώς προχωρούσε η ανοικοδόμηση και στη θέση των χωραφιών υψώθηκαν πολυκατοικίες, φάνηκε και η ιδιαιτερότητα της πλατείας Καλλιγά (το όνομα προέρχεται από τον Παύλο Καλλιγά, ιστορική προσωπικότητα του 19ου αιώνα, στον οποίο ανήκε μεγάλο μέρος της περιοχής, όταν εκεί βρίσκονταν ακόμη λαχανόκηποι). Έτσι, ευκατάστατοι Αθηναίοι έσπευσαν να προμηθευτούν ένα από τα διαμερίσματα στις πολυκατοικίες που διέθεταν σπάνια χαρακτηριστικά: από τους πρώτους ευρωπαϊκού τύπου ανελκυστήρες, ακριβά ξύλα, θέα. Μία από αυτές τις οικογένειες ήταν οι πρόγονοι του σκηνοθέτη Δημήτρη Αγιοπετρίτη-Μπογδάνου, που με το όνειρο του επαναπατρισμού και οικονομική άνεση ήρθαν από την Αμερική και τη Μαδαγασκάρη αναζητώντας μια καλή περιοχή: «Τότε, ήταν τρία τα φιλέτα: το Κολωνάκι, η Φωκίωνος Νέγρη και η πλατεία Καλλιγά», μας λέει εκείνος. Διάλεξαν ένα ρετιρέ στο τελευταίο, στο οποίο αργότερα ο Δημήτρης θα άνοιγε το flat, έναν συνεργατικό χώρο πολιτισμού που έδωσε για πολλά χρόνια ζωή στη γειτονιά. 

Όσοι θυμούνται τις παλιές μέρες αναφέρονται με κοινή νοσταλγία στους επιφανείς κατοίκους μιας άλλης εποχής, κάποιοι εκ των οποίων κυκλοφορούν ακόμη στους πέριξ δρόμους. «Βλέπεις ηλικιωμένους με υπέροχα κοστούμια. Μπορεί να είναι δεκαετιών, αλλά αναγνωρίζεις το καλό ύφασμα. Κυρίες με μαλλί κομμωτηρίου και τη γούνα τους, που κάποτε την αγόρασαν πανάκριβα και κάπου πρέπει να τη βάλουν, κι ας πηγαίνουν στον μανάβη. Παλιότερα στην πολυκατοικία έρχονταν για την εβδομαδιαία τους μπιρίμπα, φιγουρίνια, με γάντια και κοσμήματα», λέει η Ειρήνη. «Κάποτε ερχόμουν στο βιβλιοπωλείο και άκουγα κάθε μέρα πιάνο από τα σπίτια», λέει ο Δημήτρης Αλεξίου, ιδιοκτήτης παλαιοβιβλιοπωλείου τα τελευταία 40 χρόνια στην οδό Λευκωσίας, παρακείμενη της πλατείας και άτυπο εμπορικό κέντρο. Ήταν η εποχή της μεγάλης ακμής. Στην περιοχή ζούσαν πολλοί καλλιτέχνες, οι οποίοι τα βράδια μαζεύονταν στη θρυλική ταβέρνα του Σαμπάνη πάνω στην πλατεία («εγγυημένη επιτυχία το πρώτο ραντεβού με κορίτσι στου Σαμπάνη», συμπληρώνει κλείνοντας το μάτι), ενώ λειτουργούσαν και πολλά νυχτερινά κέντρα, από τα Άνω Πατήσια έως την Αγίου Μελετίου. Ένα από αυτά ήταν η «Πεταλούδα», στη Λευκωσίας 12, όπου γνώρισε ο Αλέξανδρος Ωνάσης τη Ζωζώ Σαπουντζάκη. 

«Όταν ήμουν παιδάκι, εδώ δίπλα είχε ένα καφέ, του Ξενάκη. Εκεί σύχναζε η μάνα του Καζαντζίδη και τη θυμάμαι να έχει βάλει κάτω απ’ τη μασχάλη το περιοδικό Ρομάντσο με φωτογραφία τη Μαρινέλλα στο εξώφυλλο και να λέει: “Κάποτε σε είχα στην καρδιά μου, τώρα σε έχω στη μασχάλη μου”», μας λέει ο Θανάσης Λαγός, ιδιοκτήτης του καφέ Aroma πάνω στην πλατεία. Ο Θανάσης ήρθε πρώτη φορά στην περιοχή το 1978, ανοίγοντας το μαγαζί σε μια πολυκατοικία που τότε ανήκε στον εφοπλιστή Πατέρα, πριν την αγοράσουν μαζί με τον συνεταίρο του, Κώστα Καραγιώργο. «Εκείνη την εποχή, για να βρεις σπίτι πάνω στην πλατεία αυτή, έβαζες βύσμα», συμπληρώνει. Σε εφοπλιστή, και συγκεκριμένα στον Λευτέρη Πολέμη, ανήκε και το διαμέρισμα που αγόρασε πριν από λίγα χρόνια η Ειρήνη με τη σύντροφό της. Όταν μετακόμισαν, στους τοίχους ακόμη υπήρχαν κάδρα με πλοία του. 

Η εποχή της μετάβασης

«Οι περισσότεροι από τις άνετες οικογένειες έφυγαν για τα προάστια τη δεκαετία του 1990. Πήγαν στο Μαρούσι, στο Νέο Ηράκλειο. Νοίκιασαν τα σπίτια τους εδώ σε διπλάσια τιμή από όσο έδιναν εκεί και έφυγαν», λέει ο κ. Αλεξίου. Άλλοι έφυγαν αργότερα εξαιτίας της υποβάθμισης της περιοχής ή επειδή τους έλειπε το πράσινο. Όταν η Ειρήνη και η σύντροφός της μετακόμισαν, οι γείτονες αναρωτήθηκαν «τι ήρθαν να κάνουν νέα κορίτσια εκεί». Ο ηθοποιός Γιάννης Παπαδόπουλος ήρθε να μείνει στην περιοχή Καραμανλάκη το 2008 και την ερωτεύτηκε. Η πλατεία αυτή δεν του θύμιζε τίποτε από όσα είχε δει στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσε. Παρατήρησε ωστόσο ένα πράγμα: «Εκείνη την περίοδο ζούσαν μόνο ηλικιωμένοι και μετανάστες – στα πιο κάτω όμως στενά. Συνάντησα άνθρωπο της ηλικίας μου ξανά το 2015 και μόλις κατάλαβα ότι μένει κι αυτός εδώ, μου έκανε εντύπωση!».

«Εμείς εδώ την κρίση την είχαμε καταλάβει από το 2000, πολύ πριν την αντιληφθούν οι υπόλοιποι», λέει ο Στέλιος Καραπιπέρης, ο οποίος λειτουργεί το ψαράδικο του πατέρα του, που άνοιξε το 1968. «Η γειτονιά ήταν γεμάτη κόσμο, στις υπέροχες πολυκατοικίες έμεναν εύρωστες οικογένειες, οι οποίες παραδοσιακά συντηρούν τα μαγαζιά. Άρχισαν να αποχωρούν πριν από δύο δεκαετίες περίπου. Έγινε μια γερασμένη –και φτωχή– γειτονιά. Ήρθαν να μείνουν άνθρωποι που, ασχέτως αν είναι  Έλληνες ή ξένοι, το βασικό ήταν πως δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα που υπήρχε παλαιότερα».

Η κατά καιρούς έντονη παρουσία ανθρώπων με μεταναστευτικό προφίλ απασχολεί κάποιους κατοίκους, περισσότερο αυτούς που έχουν μαγαζιά. Ένας από τους παραπάνω είναι και ο Μις Μπαοντίν από το Μπανγκλαντές, τον οποίο συναντήσαμε στο παντοπωλείο που διατηρεί εδώ και οκτώ χρόνια. Έχοντας καθημερινή επαφή με τους πελάτες του, σχολιάζει ότι παλιότερα οι συνθήκες ήταν καλύτερες. «Τελευταία, όλο ακούω ότι δεν έχουν δουλειά, δεν έχουν λεφτά, περνάνε δύσκολα. Όλα έχουν ακριβύνει. Κι εγώ το βλέπω. Παλιά, τις τσίχλες τις αγόραζα 50 λεπτά. Τώρα τις αγοράζω 90, τις πουλάω ένα ευρώ, άρα έχω κέρδος 10 λεπτά», λέει. Η περιοχή τού αρέσει, όλοι οι γείτονές του είναι χαμογελαστοί. Υπάρχουν και λιγότερο τυχεροί, βέβαια. Κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ, ακούσαμε για έναν ηλικιωμένο που είχε βγει με το αεροβόλο και στόχευε από το μπαλκόνι του περαστικούς που τύχαινε να έχουν άλλο χρώμα.

ΠΗΓΗ: kathimerini.gr