Σε άνοδο είναι οι ιογενείς λοιμώξεις στα παιδιά το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας. Η αύξηση στις γριπώδεις συνδρομές σύμφωνα με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), αφορά στις ηλικιακές ομάδες 0-4 και 5-14 ετών.
O πυρετός και ο πονόλαιμος αποτελούν συχνό σύμπτωμα των ιογενών λοιμώξεων στα παιδιά. Η συνήθης αντιμετώπιση για τη μείωση του πυρετού περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιπυρετικών φαρμάκων, όπως η παρακεταμόλη και η ιβουπροφαίνη. Η δόση του αντιπυρετικού φαρμάκου καθορίζεται πάντα από τον παιδίατρο και υπολογίζεται με βάση το βάρος του παιδιού.
Η παρακεταμόλη και η ιβουπροφαίνη είναι αποτελεσματικά αντιπυρετικά φάρμακα, λειτουργούν όμως με διαφορετικό τρόπο. Η παρακεταμόλη έχει καλύτερο προφίλ ασφάλειας (για παράδειγμα μπορεί να ληφθεί και με άδειο στομάχι ενώ η ιβουπροφαίνη όχι, δεν έχει περιορισμούς στη συγχορήγηση με άλλα φάρμακα κ.α.), προτιμάται στον πονοκέφαλο και ως πρώτη αγωγή έναντι του πυρετού, σε εναλλαγή με ιβουπροφαίνη εάν ο πυρετός επιμένει. Από την άλλη, η ιβουπροφαίνη καταπολεμά τις φλεγμονές και αντιμετωπίζει μεταξύ άλλων, καλύτερα τον πόνο από τα δόντια. Ωστόσο, έχει περισσότερους περιορισμούς στη χορήγησή της και πιθανούς παράγοντες κινδύνου.
Πότε δεν πρέπει να χορηγείται η ιβουπροφαίνη
Η ιβουπροφαίνη δεν είναι κατάλληλη για κάποιες ομάδες παιδιών. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Βρετανίας (NHS) και του αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), η ιβουπροφαίνη πρέπει να αποφεύγεται σε παιδιά:
– με άσθμα,
– με σημάδια αφυδάτωσης,
– που έχουν παρουσιάσει κάποιο πρόβλημα στο στομάχι, την καρδιά, το συκώτι ή τα νεφρά,
– που έχουν αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας λόγω κάποιου προβλήματος υγείας,
που αντιμετωπίζουν φλεγμονώδη νόσο του εντέρου όπως η νόσος του Crohn ή η ελκώδης κολίτιδα,
– στα παιδιά με ανεμευλογιά.
Οι παρενέργειες είναι σπάνιες, όμως σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι σοβαρές. Συμπτώματα μιας σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης είναι: κνίδωση, πρήξιμο στο πρόσωπο, άσθμα (συριγμός), ερυθρότητα στο δέρμα, εξάνθημα, καταπληξία, φλύκταινες. Ως μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες, έχει αυξημένο κίνδυνο για αιμορραγία του στομάχου.
Επίσης, η ιβουπροφαίνη αντενδείκνυται, εάν το παιδί λαμβάνει:
– αντιθρομβωτικά
– άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) όπως ασπιρίνη
– φάρμακα για την υψηλή πίεση
– στεροειδή όπως η δεξαμεθαζόνη
– κάποια αντιβιοτικά όπως οι κινολόνες
– αντικαταθλιπτικά.
Ιβουπροφαίνη και στρεπτόκοκκος Α
Πιθανή συσχέτιση της ιβουπροφαίνης με το διεισδυτικό στρεπτόκοκκο της ομάδας Α και άλλες βακτηριακές λοιμώξεις σε βρέφη, εντοπίζει μια πρόσφατη μελέτη ανασκόπησης, από επιστήμονες του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.
Σύμφωνα με τη μελέτη, έχει παρατηρηθεί αυξημένη συχνότητα σοβαρών βακτηριακών λοιμώξεων, μετά από χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ) -η ιβουπροφαίνη είχε χρησιμοποιηθεί στο 94% των περιπτώσεων. Οι λοιμώξεις οφείλονταν κυρίως σε στρεπτόκοκκο της ομάδας Α, σε πνευμονικό στρεπτόκοκκο, σε χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο και σε αιμόφιλο της ινφλουέντζας (μη τύπου Β).
Παρόμοιες παρατηρήσεις έχουν γίνει σε παιδιά και ενήλικες. Μια πιθανή εξήγηση, υποστηρίζει ότι με μια προηγούμενη εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος από ιογενείς λοιμώξεις, τα ΜΣΑΦ μπορεί να προκαλούν μια περιορισμένη ανοσοκαταστολή που μπορεί να επιτρέψει την εισβολή παθογόνων. Αυτό θα εξηγούσε ότι η χορήγηση ΜΣΑΦ συγκαλύπτει τα αρχικά συμπτώματα της πνευμονίας σε κάποιο βαθμό, καθυστερώντας τη διάγνωση και τη θεραπεία. Ενώ οι ιογενείς λοιμώξεις αποτελούν παράγοντα κινδύνου για βακτηριακές λοιμώξεις, η συμμετοχή των ΜΣΑΦ, όπως της ιβουπροφαίνης, σε αυτή τη διαδικασία μένει ακόμη να μελετηθεί, τονίζουν οι επιστήμονες. Πάντως, η καταστολή της φλεγμονώδους απόκρισης του σώματος λόγω ΜΣΑΦ είναι εύλογη, σημειώνουν.
Ειδικά για τα βρέφη, οι επιστήμονες τονίζουν ότι είναι απαραίτητη η ορθολογική χρήση φαρμάκων, σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού, και συστήνουν μόνο βραχυπρόθεσμη χρήση, μέχρι τρεις ημέρες, για τα ΜΣΑΦ ως αντιπυρετικά.
Πηγή:newsbomb.gr